- ηώλιθος
- οστον πληθ. οι ηώλιθοικομμάτια πυριτόλιθου τα ποία βρίσκονται σε στρώματα παλαιότερα τής τεταρτογενούς διάπλασης και που φαίνονται να είναι χονδροειδώς κατεργασμένα από προϊστορικούς ανθρώπους τού καινοζωικού αιώνα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. eolithe < eo- (πρβλ. ηώς) + -lithe (πρβλ. λίθος)].
Dictionary of Greek. 2013.